εμπιστευτικός

εμπιστευτικός
-ή, -ό
αυτός που προϋποθέτει ή επιβάλλει εχεμύθεια, ή μυστικότητα («εμπιστευτική πληροφορία, έγγραφο, θέση κ.λπ.»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπιστευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την καλή πίστη, εχέμυθος, μυστικός: Εμπιστευτική θέση. – Εμπιστευτική αποστολή. 2. που λέγεται ή γίνεται με απόλυτη μυστικότητα και εχεμύθεια: Εμπιστευτικές ανακοινώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • ευόμιλος — εὐόμιλος, ον (ΑΜ) μσν. καταδεκτικός, ευπροσήγορος αρχ. 1. κοινωνικός 2. εμπιστευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμιλος «ομάδα, παρέα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”